κανελόχρωμος

κανελόχρωμος
και κανελλόχρωμος, -η, -ο
αυτός που έχει το χρώμα τής κανέλας, κανελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανέλα + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. θαλασσό-χρωμος, σταχτό-χρωμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κανελής — και κανελλής, ιά, ί [κανέλα] 1. κανελόχρωμος, αυτός που έχει το χρώμα τής κανέλας 2. το ουδ. ως ουσ. το κανελί το χρώμα τής κανέλας, ή απόχρωση τής κανέλας …   Dictionary of Greek

  • κανελόχρους — και κανελλόχρους, ουν κανελής, κανελόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανέλα + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. μελάγ χρους, χιονό χρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”